- κοάζω
- λέγεται για τους βατράχους και σημαίνει φωνάζω «κοάξ κοάξ».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοάζω — βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοάζω — [κοάξ] 1. (για βάτραχο) φωνάζω κοάξ κοάξ 2. (για άνθρωπο) μιλώ σαν τον βάτραχο ή μιμούμαι τη φωνή τών βατράχων … Dictionary of Greek
κοασμός — ο [κοάζω] η φωνή τών βατράχων ή η απομίμηση τής φωνής τών βατράχων … Dictionary of Greek
κόασμα — το η φωνή τών βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek